ασκληραγώγητος

ασκληραγώγητος
η , ο незакалённый; изнеженный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ασκληραγώγητος" в других словарях:

  • αβροδίαιτος — η, ο (Α ἁβροδίαιτος, ον) 1. μαλθακός, τρυφηλός 2. ασκληραγώγητος, αγύμναστος, λεπτεπίλεπτος 3. το ουδ. ως ουσ. το ἁβροδίαιτον η εκθήλυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + δίαιτα] …   Dictionary of Greek

  • λεπτεπίλεπτος — η, ο (AM λεπτεπίλεπτος, ον) υπερβολικά λεπτός, ισχνός, λεπτότατος νεοελλ. 1. πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, λεπτοφυής, ευπρόσβλητος σε ασθένειες 2. εξεζητημένος στους τρόπους, στην περιβολή και στην εμφάνιση ή σχολαστικός τηρητής τής… …   Dictionary of Greek

  • μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… …   Dictionary of Greek

  • λεπτεπίλεπτος — η, ο 1. αυτός που είναι πολύ λεπτός στο σώμα, ο ασκληραγώγητος: Είναι λεπτεπίλεπτος γι’ αυτό και δεν αντέχει τη σκληρή δουλειά. 2. ο ευαίσθητος: Το παιδί της είναι λεπτεπίλεπτο, με το παραμικρό βάζει τα κλάματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»